Υγροβιότοπος Καλλονής
Ο Υδροβιότοπος του Κόλπου Καλλονής αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους πόρους του οικολογικού κεφαλαίου της Λέσβου. Οι παράλιες περιοχές περιμετρικά του Κόλπου Καλλονής αποτελούν ένα ενιαίο οικολογικό σύστημα, καθώς στην περιοχή υπάρχει ένα μωσαϊκό αλιπέδων αλυκών, εκβολών μικρών ποταμών και χείμαρρων, καλαμιώνων, πευκοδάσους και ελαιώνων.
Έτσι οι σχηματιζόμενοι υγρότοποι χρησιμεύουν ως καταφύγιο και τόπος αναπαραγωγής πολυάριθμων σπάνιων και προστατευόμενων ειδών πουλιών. Συγκεκριμένα ο υγροβιότοπος περιλαμβάνει όλο τον θαλάσσιο χώρο του Κόλπου και μεγάλο αριθμό χερσαίων υγρότοπων: οι αλυκές Καλλονής και Πολιχνίτου, οι χείμαρροι Τσικνιάς, Βούβαρης, Μυλοπόταμος, Εννιά Καμάρες, Ποταμιά, Λιμνοθάλασσα των Μέσσων, το έλος της Σκάλας Καλλονής, των Παρακοίλων, της Νυφίδας, κ.α.
Η περιοχή του Κόλπου Καλλονής, έχει ενταχθεί στο Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα “Ειδικές Περιοχές Διατήρησης της Φύσης” του Δικτύου NATURA 2000. Μέχρι στιγμής έχουν καταγραφεί 252 είδη πουλιών, από τα οποία τα 66 είναι μεταναστευτικά, δίχως να συμπεριληφθούν στην καταλογογράφηση τα επιπλέον είδη των γειτονικών χερσαίων οικοσυστημάτων και 88 που είναι προστατευόμενα είδη .
Τα τελευταία χρόνια η παρατήρηση των πουλιών (bird-watching) στον εν λόγω υδροβιότοπο αποτελεί έναν πόλο έλξης ενδιαφέροντος επισκεπτών επιστημόνων-φυσιολατρών. Είδη όπως φαλαρίδες, πετροτριδίλες, καστανόχηνες, αβοκέτες, κρασοπούλια, μαυροπελαργοί, λευκοπελαργοί, ροζ φλαμίγκος, θαλασσοκόρακες, λευκοτσικνιάς, σταχτιτσικνιάς, κύκνοι, συμπληρώνουν το τοπίο. Η καλύτερη εποχή για την παρατήρησή των πουλιών είναι η άνοιξη και το φθινόπωρο. Αποτελεί μια δραστηριότητα αρκετών ατόμων, η οποία σημειώνει σημαντική αύξηση κάθε έτος με τη βοήθεια της υποδομή, που εγκαθίσταται στην περιοχή, μέσω υλοποίησης σχετικού προγράμματος (εγκατάσταση παρατηρητηρίων, λειτουργία Κέντρου Περιβαλλοντικής Ενημέρωσης, κ.λπ.).
Η συγκεκριμένη περιοχή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς είναι κατάφυτη από πεύκα, ελαιόδεντρα, καλαμιώνες, μια μεγάλη ποικιλία από σπάνια είδη ορχιδέας, και αυτοφυή φυτά, που μαζί με τις εγκαταστάσεις των αλυκών προσφέρουν άφθονη τροφή και φυσικά καταφύγια σ΄ όλους τους έμβιους οργανισμούς, συμβάλλει στην διατήρηση της βιοποικιλότητας, ενώ πέρα της οικολογικής σημασίας έχει οικονομική και αισθητική βαρύνουσα αξία για την Λέσβο.
Σήμερα, περισσότερα από 1.400 (είδη και υποείδη) φυτών περιλαμβάνονται στην χλωρίδα της Λέσβου. Ο πλούτος αυτός οφείλεται μεταξύ άλλων στην ποικιλία των βιοτόπων του νησιού, την ιδιαιτερότητα των πετρωμάτων του, τη μακροχρόνια επίδραση του ανθρώπου, την γειτνίασή του με τη Μικρά Ασία αλλά και τον από γεωλογική άποψη, πρόσφατο αποχωρισμό του Ανατολικού Αιγαίου από αυτή. Το νησί θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «Βοτανικός Παράδεισος»: αρωματικά-φαρμακευτικά, καλλωπιστικά και σπάνια φυτά, δένδρα και θάμνοι. Αν και η Δυτική Λέσβος, συγκριτικά με την υπόλοιπη νησιωτική έκταση, είναι άγονη -με την εξαίρεση μικρές πεδινές εκτάσεις – τα ανατολικά, νότια και κεντρικά τμήματα είναι κατάφυτα από ελαιώνες (11.000.000 περίπου ελαιόδεντρα) και δάση πεύκων, βελανιδιών, καστανιών, πλατανιών, κ.α.
Μέσα από την μακρόχρονη παρουσία τους οι ελαιώνες έχουν αναδειχτεί ως το χαρακτηριστικότερο οικοσύστημα της Λέσβου και τα πουλιά, όπως και οι άλλοι οργανισμοί έχουν προσαρμοστεί απόλυτα, αναγνωρίζοντας τους ώριμους ελαιώνες ως δασικά συστήματα υψηλής αξίας. Είναι το πλέον εκτεταμένο σύστημα στο νησί και εμφανίζει σαφείς διαφορές ως προς το υψόμετρο, την ηλικία των δέντρων, την πυκνότητά τους και την υποκείμενη βλάστηση.
Το κύριο δασικό είδος της Λέσβου με την μεγαλύτερη εξάπλωση είναι η τραχεία πεύκη (pinus brutia ten.) που επικάθεται κύρια σε σχηματισμούς της οφειολιθικής σειράς καθώς και πάνω στην αρχαιότερη φάση των ηφαιστειακών σχηματισμών, τις ηφαιστειακές λάβες. Ένα δεύτερο είδος πεύκης η Pinus nigra (Μαύρη πεύκη) σχηματίζει δύο περιορισμένης έκτασης δάση, ανάμικτο με το pinus brutia. Το ένα βρίσκεται στην κορυφή Ψηλοκούδουνο μεταξύ Αγιάσου και Πλωμαρίου και το δεύτερο στην κορυφή του όρους Προφήτης Ηλίας κοντά στο χωριό Πτερούντα.
Ο πλούτος της χλωρίδας της Λέσβου οφείλεται στην ποικιλία των βιοτόπων της, στον πλούσιο οριζόντιο διαμελισμό της, στο ορεινό της ανάγλυφο, στην ιδιαιτερότητα των πετρωμάτων της, στη μακροχρόνια επίδραση του ανθρώπου, στη γειτνίασή της με τη Μικρά Ασία αλλά και στον πρόσφατο γεωλογικό της αποχωρισμό από αυτήν. Πολλά από αυτά περιλαμβάνεται στο Κόκκινο Βιβλίο των σπάνιων και απειλούμενων φυτών της ελληνικής χλωρίδας, ενώ μεγάλος είναι ο αριθμός των άγριων ορχιδέων που μπορείς να συναντήσεις σε πολλές περιοχές του νησιού.
Πολλά ορχεοειδές δεν έχουν βρεθεί μέχρι τώρα σε κανένα άλλο μέρος της χώρας μας εκτός από την περιοχή του όρους Ολύμπου Αγιάσου της Λέσβου. Στην ίδια περιοχή φυτρώνουν και άλλα ενδιαφέροντα ορχεοειδή καθώς και η σπάνια παιώνια.
Θα πρέπει να αναφέρουμε την ύπαρξη του κίτρινου Ροδόδεντρου (Rhododendron Luteum Sweet), (Αγούδουρας για τους κατοίκους των γειτονικών χωριών) το οποίο δεν υπάρχει πουθενά στην Ελλάδα, παρά μόνο στην Λέσβο. Πρόκειται για φυλλοβόλο θάμνο με ύψος μέχρι 4,5 μ., με μεγάλα ωραία κίτρινα άνθη και φύλλα λογχοειδή και επιμήκη. Φύεται σε υγρά και γόνιμα αμμώδη και αργιλώδη εδάφη και το συναντάμε σε υψόμετρο από 60μ. έως την κορυφή του βουνού Προφήτη Ηλία (799μ.) της περιοχής Παρακοίλων, Ανεμώτιας και Πτερούντας.
Τα τελευταία χρόνια πλήθος επισκεπτών έρχονται κάθε χρόνο στη Λέσβο για να περπατήσουν τα μονοπάτια της και να δουν από κοντά τα σπάνια φυτά και ζώα της, αλλά και φυσική κληρονομιά που αποτελεί από τις σπουδαιότερες στην Ελλάδας.